Η πόλη μας

Η πόλη μας
Κέρκυρα

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΙΚΑΣ Α3

ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΙΚΑΣ

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΙΚΑΣ



                      ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΙΚΑΣ   Α2
Μέλη ομάδας : Κατέχης Νικόλαος, Κατσαρός Παναγιώτης, Κατσαρού Χρυσούλα, Ελευθερία Κομιανού, Λέσσης Μενέλαος.
Πρώτη περίληψη (Η τιμή και το χρήμα)

Σε ένα προάστιο της Κέρκυρας, στις αρχές του αιώνα, ζει η οικογένεια της σιόρας Επιστήμης της Τρινκούλαινας, που αποτελείται από την ίδια, τον άντρα της και τα τέσσερα παιδιά τους. Οι φροντίδες για το σπίτι και τα παιδιά περνούν απ’ τα χέρια της, καθώς ο άντρας της είναι μέθυσος και ανίκανος. Ένα πρωινό η σιόρα Επιστήμη παρέχει βοήθεια στον Αντρέα, νέο από χρεοκοπημένη αρχοντική οικογένεια, που κάνει λαθρεμπόριο ζάχαρης και τον κυνηγάει η αστυνομία. Τότε γίνεται η πρώτη επαφή του με την πιο όμορφη κόρη της ηρωίδος, τη Ρήνη, και ένα αμοιβαίο αίσθημα αρχίζει να αναπτύσσεται μεταξύ τους από εκείνη την ημέρα. Λίγες μέρες αργότερα ο Αντρέας συζητεί σε μια ταβέρνα με τους φίλους του πολιτικά. Η συζήτηση όμως σε λίγο στρέφεται στο θέμα του γάμου: ο Αντρέας βλέπει σαν τη μοναδική λύση, για να μην πουλήσει το σπίτι του, να παντρευτεί την πλούσια νύφη που του προξενεύουν. Έτσι, βρίσκεται ανάμεσα στο δίλημμα της οικονομικής σωτηρίας του και της αγάπης του. Μετά από λίγο καιρό, η Ρήνη βάζει κρυφά στο σπίτι τον Αντρέα, πράγμα που ήταν μεγάλη προσβολή την εποχή εκείνη. Η σιόρα Επιστήμη, μόλις το πληροφορείται καταφθάνει αναστατωμένη στο σπίτι, ο Αντρέας όμως την καθησυχάζει υποσχόμενος πως θα παντρευτεί την κόρη της, της ζητάει όμως προίκα, για να μη χάσει το σπίτι του. Η μητέρα της Ρήνης και η ίδια, κλαίγοντας υποστηρίζουν πως δεν έχουν ανάγκη από προίκα και μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τη δουλειά τους, αφού και οι δύο εργάζονται. Ο Αντρέας  επιμένει απορρίπτοντας το ποσό που του υπόσχεται μετά από μεγάλη πίεση η Τρικούλαινα. Η Ρήνη παίρνει προς στιγμή το μέρος του Αντρέα, κινούμενη από την αγάπη της, η σιόρα Επιστήμη όμως είναι ανένδοτη. Ο διάλογος συνεχίζεται για αρκετή ώρα στο ίδιο μοτίβο και τελικά ο Αντρέας φεύγει, αφού υπόσχεται στη Ρήνη πως θα την παντρευτεί. Για να κερδίσει τα χρήματα που χρειάζεται, ο Αντρέας συνεχίζει το λαθρεμπόριο. Σε κάποιο ταξίδι του όμως μαθαίνει πως η Ρήνη ετοιμάζεται να παντρευτεί. Πηγαίνει στο σπίτι της, τη βρίσκει μόνη και την πείθει να τον ακολουθήσει. Ύστερα από λίγο η σιόρα Επιστήμη πηγαίνει να τους βρει. Ο Αντρέας υπόσχεται να παντρευτεί τη Ρήνη, χωρίς καμία απαίτηση για προίκα. Αλλά ο καιρός περνάει και η υπόσχεση του Αντρέα δεν πραγματοποιείται. Στο μεταξύ η Ρήνη έχει μείνει έγκυος, και ο Αντρέας πουλάει ψάρια στην αγορά, αφήνοντάς την μόνη στο σπίτι. Η σιόρα Επιστήμη βρίσκει μια μέρα τον Αντρέα την ώρα της δουλειάς του και του ζητάει να συζητήσουν. Εκείνος όμως δε δέχεται και τη διώχνει. Πάνω στην οργή και την απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον τραυματίζει ελαφρά στο μπράτσο. Την ώρα που την πιάνουν οι αστυνομικοί δίνει στον Αντρέα το κλειδί του κομού που φυλάει τα λεφτά στο σπίτι της και του λέει να τα πάρει όλα, με μόνο αντάλλαγμα να την υπερασπίσει στο δικαστήριο.
Ο Αντρέας, χαρούμενος, ξεχνάει το επιπόλαιο τραύμα του και τρέχει για το σπίτι του.
Δε βρίσκει όμως εκεί τη Ρήνη αλλά στο δικό της και της λέει με ενθουσιασμό τα νέα, περιμένοντας να χαρεί κι αυτή, μια που τώρα όλα τα προβλήματά τους λύνονται και μπορούν να παντρευτούν. Αναγγέλλει ακόμη στον πατέρα της πως την Κυριακή παντρεύεται την κόρη του και του δείχνει τα κλειδιά του κομού, λέγοντάς του ταυτόχρονα πως επιθυμία της σιόρας Επιστήμης είναι να του δώσει τα χίλια τάλαρα. Η Ρήνη όμως επεμβαίνει κλαίγοντας και λέει στον Αντρέα πως μετά από αυτή την συμπεριφορά του έσβησε η αγάπη της και δεν μπορεί να την ξαναγοράσει. Του δηλώνει ακόμη πως θα ξενιτευτεί και θα μεγαλώσει το παιδί της μόνη της, με τη δουλειά της. Αυτόν δε θέλει να τον ξαναδεί. Ο Αντρέας, βλέποντας τη αμετάπειστη, φεύγει από το σπίτι της βρίζοντας για μια ακόμη φορά το χρήμα, που στάθηκε η αιτία της δυστυχίας του.



 
Δεύτερη περίληψη (Μονόλογος ευαίσθητου)
Στο χρονογράφημα αυτό αναφέρεται με σατιρικό τρόπο στην ζωή ενός άντρα τον 19ο αιώνα. Ο άντρας αυτός θεωρεί μεγάλη δυστυχία κάποιος να έχει καλή καρδιά και να παραβρίσκεται σε λυπητερά θεάματα και κηδείες κλαίγοντας για αυτόν που έχασε , γιατί νευριάζει στην ιδέα ότι μία μέρα θα πεθάνει και αυτός. Ακόμη δεν μπορεί να καταλάβει πως υπάρχουν τόσο σκληροί άνθρωποι που δεν αφήνουν τους φίλους τους στην μοναξιά τους αλλά και το ότι υπάρχουν άνθρωποι που δανείζουν χρήματα στους φίλους τους με κίνδυνο να μην τα ξαναπάρουν ποτέ πίσω. Άλλη σκληρότητα υποστηρίζει δείχνουν εκείνοι που δίνουν ελεημοσύνη στον φτωχό και τον ενθαρρύνουν να ζητιανεύει και όχι να βρει καμία δουλειά. Κάποτε  του ζητήθηκε από τον μητροπολίτη να συνεισφέρει σε ένα συσσίτιο για τους φτωχούς και εκείνος αρνήθηκε από την ευαισθησία του , γιατί δεν ήταν δίκαιο, κατά τα λεγόμενα του, αυτός να τρώει μπαρμπούνι και φιλέτο ενώ αυτοί να τρώνε νεροζούμι και κοιλιές. Ακόμα ένα μεγάλο δείγμα της ευαισθησίας του ισχυρίζεται ότι είναι το γεγονός ότι πήρε μια πλούσια ασχημομούρα και όχι ένα όμορφο κορίτσι που θα πήγαινε μαζί του για τα λεφτά του. Ως απόδειξη της αγάπης του προς την γυναίκα του, της έκανε την χαρά να μην παρευρεθεί ούτε λεπτό κοντά της όταν αρρώστησε και έβρισκε κάθε ευκαιρία να λείπει απ’το σπίτι. Αντίθετα με αυτήν που ξαγρυπνούσε κοντά του και τον βοηθούσε σε όλα , την χαρακτήρισε αναίσθητη.

Τρίτη περίληψη (Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς)
Στο απόσπασμα ‘’Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς’’ ο συγγραφέας θέτει προβληματισμούς για τον ρόλο της γυναίκας και τον θεσμό της προίκας.
Ξεκινάει μιλώντας για τις θυσίες των γονιών  με σκοπό να παντρέψουν  την κόρη τους. Λέγοντας πως έτσι θυσιάζουν την ίδια τους την κόρη μαζί με την προίκα. Την χρησιμοποιεί , αφαιρώντας της κάθε δικαίωμα για φυσιολογική ζωή . Στη συνέχεια με κάποια άσκοπα ερωτήματα και παρομοιώσεις αναφέρεται στο θεσμό αυτό και τον παρομοιάζει με εμπόριο. Η προίκα , μας αναφέρει , είναι πλέον μία συνήθεια που οδηγεί την ίδια την οικογένεια να μην θέλει να συνυπάρχει. Τέλος προσθέτει την δική του άποψη δίνοντας κάποιες συμβουλές για το πώς η προίκα θα έπαυε να είναι κάτι το κερδοσκοπικό.

Τέταρτη περίληψη (Της νύφης που κακοπάθησε)
Η παραλογή της ‘’ Νύφης που κακοπάθησε’’ εξιστορεί το προξενιό της Ελένης. Πρώτα αναφέρεται στο ότι μήνες της έταζαν μεγάλη προίκα  από την οικογένεια της. Όταν η Ελένη παντρεύτηκε και πήγε στο σπίτι του γαμπρού,  τίποτα δεν ήταν όπως της έλεγαν. Μία μέρα λοιπόν σηκώνεται και πάει στη βρύση μήπως και συναντήσει τις δούλες της. Για καλή της τύχη τις συναντάει και χωρίς να φανερωθεί ζητάει δουλεία. Οι δούλες το λένε στην κυρά τους και η Ελένη υφαίνει όπως παλιά στο δωμάτιο της. Εκεί που μοιρολογούσε την άκουσε η μητέρα της, αναγνώρισε τη φωνή της  και έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά της.














Ο θεσμός της προίκας επιβλήθηκε για λόγους οικονομικούς και κοινωνικούς. Ποιοι νομίζετε ότι ήταν αυτοί;(να στηριχθείτε στα κείμενα τα οποία μελετήσατε).Νομίζετε ότι είχε κάποια θετική συνέπεια στη ζωή της γυναίκας; Θεωρείται πως έχουν εκλείψει πλήρως οι αντιλήψεις και πρακτικές που συνδέονται με το θεσμό     της προίκας;
Ο θεσμός της προίκας  επιβλήθηκε για λόγους οικονομικούς και κοινωνικούς. Παλαιότερα,  η προίκα ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο αφού όλοι οι νιόπαντροι παντρευόντουσαν με την προϋπόθεση η προίκα της γυναίκας να αποτελεί ένα γερό θεμέλιο για τα πρώτα βήματα του ζευγαριού. Επίσης, οι γονείς της κοπέλας προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν χρήματα , υλικά αγαθά και ό,τι άλλο ήταν χρήσιμο για να δελεάσουν έτσι τους άντρες. Σε οικογένειες οι οποίες  δεν ήταν οικονομικά ισχυρές  όσο  άλλες ήταν απαραίτητη η συμμετοχή της γυναίκας από την παιδική της ηλικία, έτσι ώστε να συγκεντρώσουν το ιδανικό ποσό. Υπήρχαν περιπτώσεις που οικογένειες με γειτονικά χωράφια συνήθιζαν να προξενεύουν τα παιδιά τους για να επεκτείνουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις τους.
Σίγουρα εκτός από οικονομικούς λόγους υπάρχουν και κοινωνικοί.
Αρχικά παρατηρούμε ότι η ζωή της γυναίκας παραμένει ίδια αφού από δούλα στους γονείς της γίνεται δούλα του άντρα της. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν κλεισμένη στο σπίτι και η μόνη διαφορά ήταν ότι ο άνδρας της την χρησιμοποιούσε ως σκεύος ηδονής ικανοποιώντας έτσι τις δικές του προσωπικές ανάγκες. Ο πιο σημαντικός λόγος ήταν ότι η προίκα επιβλήθηκε με σκοπό να αποκατασταθεί το όνομα της γυναίκας και να αποφύγει να γηροκομήσει τους γονείς της ή ακόμα να καταλήξει μοναχή, γιατί δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να ζήσει μόνη της. Αυτό κατέληγε σε κοινωνική αποξένωση της γυναίκας και των γονιών της από τον κοινωνικό περίγυρο.
Τελικά ο θεσμός της προίκας ήταν ένα φαινόμενο το οποίο αλλοιώθηκε και μετέπειτα εξαφανίστηκε εξαιτίας επανάστασης του γυναικείου φύλου που έγινε σταδιακά μέσα στα επόμενα χρόνια. Όμως ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, υπάρχουν μερικοί γονείς, οι οποίοι με τη θέληση τους δίνουν ένα ποσό ή ακόμα και υλικά αγαθά για να αποκατασταθεί το ζευγάρι .
Στη σύγχρονη εποχή παρόλο που έχει αλλοιωθεί ο θεσμός της προίκας σίγουρα υπάρχουν κάποια δείγματα του φαινομένου αυτού κυρίως σε υποανάπτυκτες χώρες , στις οποίες οι γυναίκες θεωρούνται ακόμα κατώτερες . Όμως ακόμα και στην Ελλάδα οι γονείς συνεισφέρουν στα παιδιά τους χωρίς να είναι αναγκαστική η συμμετοχή τους. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουν την αγάπη τους προς  στα παιδιά τους και τους στηρίζουν στα πρώτα βήματα της καινούργιας τους ζωής εξασφαλίζοντας τους κάποια χρήματα ή ακόμα και στέγη.
Σίγουρα οι άντρες εκμεταλλεύονταν την προίκα προς όφελος τους, αφού είχαν ως απώτερο στόχο να αποκατασταθούν οικονομικά. Παράλληλα, οι γυναίκες έμεναν μέσα στο σπίτι για να ασχοληθούν με τις δουλειές του σπιτιού αλλά και την φροντίδα των παιδιών του. Από την άλλη ο άνδρας ζούσε μία ξέγνοιαστη ζωή με τα χρήματα από την προίκα της γυναίκας . Αυτό ήταν αρνητικό για την γυναίκα γιατί  ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τον άντρα και αργότερα από τα παιδιά της εκτελώντας τις εντολές που τις έδιναν.

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ



                                                 Θέση της γυναίκας  

Η θέση της γυναίκας στην επτανησιακή κοινωνία ήταν καθορισμένη από την πατρική οικογένεια μέχρι το γάμο ,και μετά το γάμο, από τον άντρα και την οικογένεια του .Καλυτέρευε η θέση της στην περίπτωση που αποκτούσε παιδιά και ιδιαίτερα αν έδινε διάδοχο στην οικογένεια  του άντρα της που θα συνέχιζε το όνομα της οικογένειας .Εκτός όμως του ονόματος και της συνέχειας του θα αύξανε στην περιουσία της οικογένειας με την προίκα των κοριτσιών-νυφών που θα παντρευόταν με τα αρσενικά μέλη .Η γυναίκα ήταν υπεύθυνη για την ανατροφή των παιδιών ,για το νοικοκυριό ,για τις δουλειές του σπιτιού.

                              Θέση της αστής (εύπορης οικογένειας) γυναίκας  

Όπως φαίνεται και από την αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μαρτινέγκου Μουτζάν ,η γυναίκα ήταν στη θέληση του πατέρα της υποταγμένη .Ούτε ο αδελφός της ,εφόσον ήταν στην ζωή ,ούτε κανείς άλλος  μπορούσε να την βοηθήσει .Ήταν ένας Pater Famiglias – πατέρας αφέντης .Όταν διαπίστωσε ότι τα συγγράμματα της αφορούσαν την κοσμική κλασσική παιδεία και όχι τη θρησκευτική , έδιωξε τον ιερωμένο δάσκαλο της και αποφάσισε την εξαφάνιση της .Την έκλεισε στο υπόγειο και της απαγόρευσε τη μόρφωση .Το ίδιο συνέβαινε και με τη ¨Στέλλα Βιολάντη. Όλοι ήταν εξαρτημένοι από τον πατέρα Βιολάντη .Ο έρωτας της νεαρής Στέλλας δεν είχε σημασία ,ο γάμος της ήταν επιλογή του πατέρα της .Να ληφθεί υπόψη ότι η μόρφωση ήταν θέλημα του πατέρα στις εύπορες οικογένειες και βέβαια όχι στα σχολεία της πόλης ,αλλά κατ’οίκον και συγκεκριμένη .
Βέβαια η γυναίκα στην αστική τάξη έπρεπε να ξέρει να γράφει και να διαβάζει καθώς επίσης και αριθμητική .Έτσι σε περίπτωση απουσίας των ανδρών για εμπορικά ταξίδια ,δουλειές στο εξωτερικό ,θα ήταν σε θέση οι γυναίκες να γράφουν και να διαβάζουν την αλληλογραφία για να μη διαρρέουν τα οικογενειακά μυστικά .Η αριθμητική θα εξασφάλιζε τον έλεγχο των εσόδων-εξόδων σε περίπτωση απουσίας των ανδρών .Αναμφισβήτητα  οι γυναίκες έπρεπε να ξέρουν να κεντούν ,να ράβουν ,να υφαίνουν ,να στρώνουν τραπέζι και βέβαια να δέχονται και να περιποιούνται φιλοξενούμενους στο αστικό τους σπίτι .Τη γνώμη τους δεν επιτρεπόταν να την κοινοποιούν σε πολύ κόσμο, αν δεν ήταν σύμφωνος ο άνδρας του σπιτιού .Και το ντύσιμο τους ήταν συγκεκριμένο ,οι ελεύθερες (ανύπαντρες) κάλυπταν με μαντίλι στις εξόδους ( δαντελένιο ,μεταξωτό , άσπρο ή σκούρο) κατά την περίπτωση .Αντίστοιχα καπέλο με βέλος ή χωρίς , πλατύ (όχι μπερέ) τόσο για προστασία από τον ήλιο αλλά και κακοκαιρία .Όλοι την προετοίμαζαν για σύζυγο ,μητέρα , οικοδέσποινα ,στολίδι του σπιτιού και πολύφερνη νύφη για τον γαμπρό της αρεσκείας του πατέρα  ώστε να δώσει λιγότερη προίκα .Για το πανεπιστήμιο η γυναίκα δεν μπορούσε να σκεφτεί . Επίσης η γνώση της μουσικής-πιάνο ,  άρπα ήταν αποδεκτή.

              Η αγρότισσα γυναίκα-η θέση της στην τοπική κοινωνία

Εξαρτημένη , υποταγμένη , χωρίς γνώμη , χωρίς “φωνή” .Μετρούσε μόνο για εργατικό δυναμικό . Στη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη διαβάζουμε …” δούλα των γονιών μου και των αδελφών μου , μετά δούλα του άντρα μου και των παιδιών μου και τώρα των εγγονών μου…” Αυτή ήταν η διαδρομή της γυναίκας στην κατώτερη τάξη της κοινωνίας . Η μέρα της άρχιζε με δουλειά στους αγρούς αντίστοιχα με την εποχή θερισμός κ . ά , φροντίδα των παιδιών  , πλύσιμο ρούχων ,ζύμωμα ψωμιού,μαγείρεμα ,καθάρισμα ,συντήρηση σπιτιού , πλέξιμο ρούχων οικογένειας ,φροντίδα των γερόντων-πεθερικών, ανύπαντρων αδελφών της οικογένειας ,φροντίδα των ζώων-υποζύγια ,πρόβατα ,αγελάδες ,κότες ,που σίγουρα υπήρχαν σε κάθε σπίτι αγροτικό .Από την στιγμή που γεννιόταν μέχρι που θα πέθαινε απλά άλλαζε αφέντες ,στην αρχή ο πατέρας και τα αγόρια αδέλφια κι έπειτα ο σύζυγος και ο πεθερός .Η θέση της γυναίκας στην αγροτική κοινωνία την κρατούσε μακριά  από την εκπαίδευση ,τη μόρφωση και την καλλιέργεια .Η συμπεριφορά της , το ντύσιμο της , η διασκέδαση της και τα συναισθήματα της ήταν προκαθορισμένα .Η πολύωρη εργασία, βαριά ή ελαφριά, ήταν μια καθημερινότητα .Πάντα με μαντήλι για τον ήλιο αλλά και για να προστατευθεί από τα βλέμματα .(Στην Κέρκυρα άλλο ήταν για την παντρεμένη, άλλο για την αρραβωνιασμένη, για τη χήρα, για τη χαρά ή τη λύπη). Μακριές φούστες , ποδιά και βαμβακερές μπλούζες (σαν πουκάμισα), μάλλινες κάλτσες και μάλλινες ζακέτες συμπλήρωναν το καθημερινό ντύσιμο (εκτός από τη ανοιξιάτικη στολή που ήταν όμοια με αυτή των γιορτινών ημερών). Εκτός δουλειάς, η βόλτα της ήταν να πάει στην βρύση για νερό (τρόπος για να την δουν οι άντρες), τα πανηγύρια , η εκκλησία τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές ή οι γάμοι των συγγενών που πάντα πήγαιναν οι άντρες, ενώ η γυναίκα μπορεί και να απουσίαζε, γιατί οι δουλειές ( τάισμα ζώων ,κλείσιμο των ζώων τη νύχτα ,άρμεγμα κ . λ . π)  ήταν καθημερινές, ανεξαρτήτως γιορτής .Τα συναισθήματα της έπρεπε να είναι περιορισμένα: να μην γελάει ,να μην φωνάζει για να μην προκαλεί ,να μην κλαίει γιατί θα κινούσε την περιέργεια ,να μην εκδηλώνει συμπάθεια ή θυμό γιατί θα προκαλούσε τα σχόλια .Οι άντρες του σπιτιού είχαν το δικαίωμα να τη δείρουν ,να τη κλωτσήσουν  ,να την κουρέψουν αν παραστρατούσε ,να την κλείσουν σε μοναστήρι ή και να την σκοτώσουν .
Εάν ερωτευόταν παρά την θέληση του πατέρα ή του αδελφού η ποινή ήταν στη διακριτική ευχέρεια των ανδρών της οικογένειας. Εάν είχε προγαμιαίες σχέσεις ή έμενε έγκυος είχε τις εξής λύσεις , ή να πάρει δηλητήριο και να φαρμακωθεί ,ή να κλεφτεί με τον αγαπημένο της (εάν ήταν πρόθυμος ,όχι υποχρεωμένος) ή να πάει σε μοναστήρι ή να σκοτωθεί .Ούτε να παραπονεθεί για κούραση ή για αδικία ,ούτε να διεκδικήσει τίποτα .
Τελικά , η θέση της γυναίκας ήταν υποβαθμισμένη είτε ήταν εύπορη είτε φτωχή .Σίγουρα η ταλαιπωρία της καθημερινότητας ήταν πολύ μεγαλύτερη στις φτωχές γυναίκες των χαμηλότερων τάξεων .Όμως η ψυχική και πνευματική υποβάθμιση ήταν μέγιστη για την γυναίκα γενικά .Παρατηρείται στις “Ηρωίδες” του Ξενόπουλου ,στις “Γυναίκες” του Κων/νου Θεοτόκη , στην “Αρετούσα” του Κορνάρου .Εάν η γυναίκα ξέφευγε από την κακή της μοίρα ήταν θέλημα της τύχης ή εξαίρεσης π . χ καλός πατέρας ή σύζυγος ή αστάθμητη συγκυρία στη ζωή της .Η επανάσταση από μέρους της γυναίκας δεν ήταν συχνά φαινόμενο αλλά πάντα της έδινε την επιθυμητή λύση .



Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ



Η Δομή της οικογένειας
Περίληψεις :
Ερωτόκριτος
 Έχει φτάσει η ημέρα της αναγνώρισης των δύο νέων. Μία ξεχωριστή μέρα γεμάτη χαρά, όπου τα στοιχεία της φύσης είναι χαρούμενα και ξεφαντώνουν. Ενώ η Αρετούσα βρίσκεται στη φυλακή, έρχονται δύο πουλιά, πετούν πάνω απ'το κεφάλι της και φεύγουν. Η παραμάνα, η Φροσύνη, το θεωρεί αυτό ως σημάδι γάμου. Συμβουλεύει την Αρετούσα να σταματήσει να περιμένει τον Ερωτόκριτο και να κάνει αυτό που θέλει ο πατέρας της, να παντρευτεί τον ξένο που γλύτωσε την Χώρα από τους εχθρούς.

Στέλλα Βιολάντη
Η μητέρα της Στέλλας προσπαθεί να πείσει την κόρη της να υποταχθεί στον πατέρα της και να παντρευτεί τον άντρα που εκείνος θα όριζε. Η Στέλλα αρνείται και αυτό ταράζει την μητέρα της, η οποία επιμένει να συμβουλεύει την κόρη της, παρόλο που εκείνη είναι ανυποχώρητη. Δέχεται μόνο να ζητήσει συγγνώμη απ'τον πατέρα της για το γράμμα που έστειλε στο Σαμάνο, αρκεί να την πάντρευε μαζί του. Η μητέρα της δηλώνει πως αυτό είναι αδύνατο και η Στέλλα, για να δείξει ότι μόνο αυτή έχει τον έλεγχο του εαυτού της, δαγκώνει το δάχτυλό της. Επίσης τονίζει ότι λόγω του γράμματος, πρέπει το όνομά της να αποκατασταθεί είτε με γάμο είτε με θάνατο και υποστηρίζει ότι στο σπίτι της ένιωθε σαν ξένη. Η Βιολάνταινα θύμωσε νομίζοντας ότι η Στέλλα ήθελε να φύγει και εκείνη με πείσμα δήλωσε ότι πράγματι ήθελε να φύγει, χωρίς φυσικά να το εννοεί. Αυτή η ομολογία θύμωσε περισσότερο την Βιολάνταινα που έφυγε λέγοντας στην Στέλλα πως έχει τον διάολο μέσα της.

Του νεκρού αδελφού
Το τραγούδι αναφέρεται σε μια μητέρα με εννιά γιους και μία κόρη, την Αρετή. Όταν ήρθαν προξενητές από την Βαβυλώνα, για να ζητήσουν την Αρετή σε γάμο έγινε οικογενειακό συμβούλιο και αποφασίστηκε να την δώσουν παρά την αντίρρηση των οχτώ αδελφών. Κυριάρχησε η άποψη του Κωσταντή, του μικρότερου αδελφού, που ορκίστηκε ότι σε θάνατο ή αρρώστια, θα πάει να φέρει την αδελφή του από τα ξένα. Μετά απ'την αποχώρηση της Αρετής η οικογένεια πέρασε άσχημα χρόνια, αφού και τα εννιά αδέλφια πέθαναν. Κι η μάνα μόνη έκλαιγε και καταριόταν στου Κωσταντή το μνήμα, που δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Τότε με υπερφυσικό τρόπο ο Κωσταντής σηκώθηκε απ'τον τάφο και πήγε στην Αρετή για να την φέρει πίσω. Στο γυρισμό των δύο αδελφών, τρεις φορές τα πουλιά θαύμασαν το θέαμα, δηλαδή την Αρετή που περπατούσε με έναν πεθαμένο, τον Κωσταντή. Όταν έφτασαν στο σπίτι ο Κωσταντής γύρισε στον τάφο του ενώ η Αρετή έσμιξε με την μητέρα της, όπου ευτυχισμένες οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν και πέθαναν μαζί.





Ερ.1: Ποιά υπήρξε η δομή της οικογένειας στο παρελθόν; Επισημάνετε τα κοινά στοιχεία που παρουσιάζει η οικογένεια βασιζόμενοι στα λογοτεχνικά κείμενα που σας έχουν δοθεί και τα οποία διατρέχουν σχεδόν 10 αιώνες.

Οι οικογένειες στο παρελθόν  αποτελούνταν από πολλά μέλη αφού μαζί με τους γονείς και τα παιδιά ζούσαν επίσης οι παππούδες, θείες, θείοι κλπ. Στις περισσότερες οικογένειες πρωταρχικό ρόλο είχε ο γηραιότερος άντρας (συνήθως ο παππούς ) ή ο πατέρας. Αυτός είχε την εξουσία στα θέματα που αφορούσαν την οικογένεια παραδείγματος χάρη στη  Στέλλα Βιολάντη αναφέρεται ότι ο πατέρας της απαιτεί να υποταχθεί σ'αυτόν και να παντρευτεί τον άντρα που εκείνος θα διάλεγε. Το ίδιο συμβαίνει και στον Ερωτόκριτος, όπου η παραμάνα της Αρετούσας την συμβουλεύει να παντρευτεί αυτόν που της προτείνει ο πατέρας της. Ο ρόλος της γυναίκας εκείνα τα χρόνια εκείνα τα χρόνια ήταν υποβαθμισμένος και δεν μετρούσε καθόλου η γνώμη της ακόμα και για θέματα που αφορούσαν την ίδια. Ένα τέτοιο φαινόμενο συναντάμε στην παραλογή  Του νεκρού αδελφού, γιατί η Αρετή δεν είχε πάρει μέρος στο οικογενειακό συμβούλιο σχετικά με την επιλογή συζύγου για εκείνη.



Ερ.2: Συγκρίνετε την με τη σύγχρονη μορφή της οικογένειας και προσπαθήστε να επισημάνετε κάποιους παράγοντες οι οποίοι συνέβαλαν σε αυτή την αλλαγή του παραδοσιακού μοντέλου;

Είναι προφανές ότι έχει αλλάξει πολύ ο θεσμός της οικογένειας σε σύγκριση με το παρελθόν. Σήμερα οι οικογένειες αποτελούνται συνήθως από τους γονείς και τα παιδιά ή τον ένα γονέα και τα παιδιά. Αναλαμβάνουν από κοινού και οι δύο γονείς τις αποφάσεις για τα οικογενειακά θέματα. Οι γυναίκες είναι ισότιμες με τους άντρες, μπορούν να εκφράσουν την γνώμη τους και επίσης μπορούν να εργαστούν. Η αλλαγή του παραδοσιακού μοντέλου μετατράπηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια όπου οι γυναίκες απέκτησαν δικαιώματα, πολλά έθιμα καταργήθηκαν όπως η προίκα και επίσης δεν αποφασίζει πλέον ο πατέρας για τα πάντα.