Η πόλη μας

Η πόλη μας
Κέρκυρα

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Ένας δραματικός διάλογος

Βρισκόμαστε στον Πειραιά, μετά τον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους ολιγαρχικούς και τους  δημοκρατικούς. Οι δημοκράτες βγαίνουν νικητές. Παίρνουν τα όπλα των σκοτωμένων και  αποδίδουν  τιμές στους νεκρούς. Κάποιοι στρατιώτες πλησιάζουν ο ένας τον άλλον και συνομιλούν μεταξύ τους.
Βλέπουμε έναν δημοκρατικό στρατιώτη να πλησιάζει έναν ολιγαρχικό ,
(επίσης «πρώην» φίλο του).Ακολουθεί  η εξής συζήτηση:
(Δημοκράτης)-Δεν περίμενα να πάρεις ποτέ το μέρος των ολιγαρχικών. Γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά….
(Ολιγαρχικός)-Και εγώ δεν περίμενα ποτέ να γίνεις ξαφνικά επαναστάτης.
(Δημοκράτης)-Δεν είμαι επαναστάτης. Απλώς δεν αντέχω την αδικία. Οι τριάκοντα έκαναν φρικτά πράγματα στους πολίτες της Αθήνας και κάποιος έπρεπε να τους σταματήσει. Αποφασίσαμε να κάνουμε εμείς την αρχή και ύστερα ευτυχώς περισσότερος κόσμος ξεσηκώθηκε και μας ακολούθησε.
(Ολιγαρχικός)-Οι τριάκοντα απλά ήθελαν να επιβάλουν την τάξη στην πόλη μας. Ίσως να το έκαναν με…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λεγόμενα του. Ο δημοκράτης  τον διέκοψε φανερά εκνευρισμένος.
(Δημοκράτης)-Ελπίζω να μην το πιστεύεις  πραγματικά αυτό, και απλά να είναι μια αυθαίρετη  κρίση που οφείλεται στη νεαρή ηλικία σου.
  Ο ολιγαρχικός στρατιώτης καθόλη τη διάρκεια της συζήτησής τους δεν μπορούσε να σηκώσει τα μάτια του να κοιτάξει τον παιδικό του φίλο. Τα χέρια του έτρεμαν, ήταν γεμισμένα με κόκκινο αίμα από  αθώους  δημοκρατικούς στρατιώτες. Είχε ματωμένα γόνατα, αγκώνες και όλο του το κορμί σχεδόν ήταν βουτηγμένο στο  κόκκινο αίμα. Κοιτούσε το ματωμένο χώμα κάτω από τα αδύναμα πόδια του με κουρασμένα και φανερά αμήχανα μάτια. Πήρε θάρρος και συνέχισε.
 (Ολιγαρχικός)- Σε όλη την μάχη φοβόμουν….
Συνέχισε με τρεμουλιαστή φωνή.
(Oολιγαρχικός) – Φοβόμουν πως ίσως βρισκόμαστε αντιμέτωποι, ο ένας απέναντι στον άλλο. Θα στεκόμουνα αδύναμος να κάνω το παραμικρό που να σε έβλαπτε. Ίσως να το έβαζα στα πόδια σαν γυναικούλα. Θα έπεφτα στα μάτια όλων. Θα γινόμουν ένας περίγελος. Τα παιδιά μου θα ένιωθαν ντροπή για τον πατέρα τους. Η γυναίκα μου για τον άνδρα της. Ίσως να έβαζα τα κλάματα μπροστά σε όλους, σαν μικρό παιδί που δεν του κάνουν τα χατίρια, όπως έκανα μικρός.
Ο δημοκρατικός άκουγε τα λόγια του ολιγαρχικού σαν σειρήνες στα αυτιά του. Τον έβλεπε και πάλι όπως τον έβλεπε όταν ήταν μικροί. Σαν τον καλύτερο του φίλο. Σκούπιζε τα αίματα με ένα παλιόπανο, δεν ήξερε αν καθάριζε τα αίματα από τις δικές του πληγές ή από των χαμένων στρατιωτών από τους οποίους είχε μόλις στερήσει τη ζωή χωρίς έλεος. Συνέχισε να ακούει τον παιδικό του φίλο.
(Ολιγαρχικός)-Θέλω να ξεριζώσω τα αυτιά μου. Ακούω ακόμα τους άντρες να ουρλιάζουν από δίπλα μου καθώς ξεψυχούν. Κατά  τη διάρκεια αυτής της φρικιαστικής μάχης που μόνοι μας, εμείς οι ίδιοι…
Ο ολιγαρχικός ξαφνικά σήκωσε τα μάτια του. Κοίταζε τον παιδικό του φίλο καθώς του μιλούσε. Τα μάτια του  δεν ήταν πια κόκκινα και αυτά πλέον. Ήταν πράσινα και έλαμπαν καθώς  οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω τους. Θύμωνες και εσύ μαζί με τον θυμό του, καθώς τον έβλεπες. Ο δημοκρατικός, παρόλο τον θόρυβο που επικρατούσε γύρω, νόμιζε πως άκουγε την καρδιά του ολιγαρχικού.
Σσυνέχισε.
(Ολιγαρχικός)- Μόλις  με τα ίδια μας τα χέρια σκοτώσαμε τους ίδιους μας τους συμπολίτες. Αυτοί οι άντρες   των οποίων  τις ψυχές  μόλις στείλαμε χωρίς τύψεις και μοναχά με μίσος   στον Άδη ίσως και να ήταν εκείνοι, που πριν λίγες μέρες αντικρίσαμε τυχαία έστω και για λίγο στον δρόμο. Ίσως και να είχαμε πει ένα καλημέρα, ίσως να ήταν ένας  παλιός μας φίλος. Ίσως τα μάτια μας να ήταν τόσο θολωμένα που τρυπώσαμε   με βέλος στην καρδιά του αδερφού μας. Ίσως να ήταν πολύ δύσκολο να τον αναγνωρίσουμε μέσα στο πλήθος, με τα μάτια μας να ψάχνουν τροφή από το αίμα του αντιπάλου.

Λύγισε. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν άλλο. Λες και ήταν γέρος πλέον. Ο δημοκράτης γονάτισε μαζί του, τον έπιασε από τα μπράτσα. Τον κοίταξε στα μάτια. Τον κοίταζε τόσο επίμονα που νόμιζες πως τα μάτια τους θα εκραγούν. Οι καρδιές τους χτυπούσαν και οι δύο τόσο δυνατά που στα αυτιά σου ερχόταν ένα άκουσμα. Τον φίλησε και τον αγκάλιασε όπως έκαναν μικροί. Σηκώθηκαν μαζί και συνέχισαν να περπατάνε πλάι – πλάι… τώρα είχαν ο ένας τον άλλον πάλι. 



Ελένη Μπάμπα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου